Η ραπαμυκίνη χρησιμοποιείται ήδη σε περιπτώσεις μεταμοσχεύσεων για να αποφευχθεί η απόρριψη του μοσχεύματος, καθώς και στο πλαίσιο αντικαρκινικών θεραπειών. Πειράματα σε ζώα έδειξαν ότι η λήψη της ραπαμυκίνης μπορεί να παρατείνει το προσδόκιμο επιβίωσης έως 38%.
Ωστόσο, το φάρμακο προκαλεί δυσανεξία στη γλυκόζη, μια παρενέργεια που έχει αναφερθεί και στους ανθρώπους και η οποία μπορεί να οδηγήσει στην πρόκληση διαβήτη.
Ομάδα ερευνητών από το Ινστιτούτο Whitehead Βιοιατρικών Ερευνών στο Cambridge της Μασαχουσέτης, υπό την εποπτεία του Dr David Sabatini, επίκουρου καθηγητή Βιολογίας του MIT διεξήγαγε πειράματα με το συγκεκριμένο φάρμακο και διαπίστωσε ότι η ραπαμυκίνη δρα σε δυο σημαντικές πρωτεΐνες την MTORC1 και την MTORC2.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η δράση της ραπαμυκίνης στο γονίδιο που ελέγχει την έκφραση της πρωτεΐνης MTORC1 παρατείνει τη ζωή, ενώ η δράση του στο γονίδιο που ελέγχει την MTORC2 προκαλεί διαβήτη.
Αυτό που θέλουν τώρα οι επιστήμονες είναι να δημιουργήσουν παραλλαγές του φαρμάκου που επιδρούν μόνο στο γονίδιο της MTORC1. Στόχος είναι να εξαλειφθούν οι ανεπιθύμητες ενέργειες στους ανθρώπους και το φάρμακο να προσφέρεται στο γενικό πληθυσμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου